- νυκτίπλαγκτος
- νυκτῐ-πλαγκτος, ον,A causing to wander by night, rousing from bed,
πόνος A.Ag.330
;δείματα Id.Ch.524
; κελεύματα ib. 751 ; ν. εὐνή restless, uneasy bed, Id.Ag.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πόνος A.Ag.330
;δείματα Id.Ch.524
; κελεύματα ib. 751 ; ν. εὐνή restless, uneasy bed, Id.Ag.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νυκτίπλαγκτος — νυκτίπλαγκτος, ον (Α) 1. αυτός που προξενεί νυχτερινές διαταραχές και ανησυχίες, αυτός που κάνει κάποιον να σηκωθεί από τον ύπνο 2. (για ύπνο) ανήσυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + πλαγκτός (< πλάζω «περιπλανώμαι»), πρβλ.… … Dictionary of Greek
νυκτίπλαγκτος — causing to wander by night masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτίπλαγκτον — νυκτίπλαγκτος causing to wander by night masc/fem acc sg νυκτίπλαγκτος causing to wander by night neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτιπλάγκτων — νυκτίπλαγκτος causing to wander by night masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος … Dictionary of Greek